- απινυσσω
- ἀπινύσσωἀ-πῐνύσσω1) находиться без сознания
(κῆρ ἀπινύσσων Hom.)
2) быть безрассудным(δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κῆρ ἀπινύσσων Hom.)
(δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπινύσσω — lack understanding pres subj act 1st sg ἀπινύσσω lack understanding pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απινύσσω — ἀπινύσσω (Α) 1. είμαι ανόητος 2. πέφτω αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»] … Dictionary of Greek
ἀπινύσσειν — ἀπινύσσω lack understanding pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπινύσσων — ἀπινύσσω lack understanding pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)